- πισσόστρωμα
- το, Νη πισσόστρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + στρώμα (πρβλ. οδό-στρωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσόστρωμα — το, ατος βλ. πισσόστρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)